- τίμιος
- τῑμιος1 honoured
παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.11
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.11
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τίμιος — valued masc nom sg τίμιος valued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίμιος — α, ο / τίμιος, ία, ον, ΝΜΑ θηλ. και ος, Α [τιμή] (για πρόσ.) ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιότιμος νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει συναίσθηση τής ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες τής ηθικής, έντιμος, ηθικός 2. αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek
τίμιος — α, ο επίρρ. α 1. ο άξιος τιμής, ο τιμημένος: Τίμια δουλειά κάνει ο δάσκαλος. 2. έντιμος, ευσυνείδητος, ηθικός: Τίμιος δικαστής. 3. ιερός, άγιος: Τίμιος Σταυρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμιώτερον — τίμιος valued adverbial comp τίμιος valued masc acc comp sg τίμιος valued neut nom/voc/acc comp sg τίμιος valued masc acc comp sg τίμιος valued neut nom/voc/acc comp sg τίμιος valued adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιωτάτω — τίμιος valued masc/neut nom/voc/acc superl dual τίμιος valued masc/neut gen superl sg (doric aeolic) τίμιος valued masc/neut nom/voc/acc superl dual τίμιος valued masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιωτάτων — τίμιος valued fem gen superl pl τίμιος valued masc/neut gen superl pl τίμιος valued fem gen superl pl τίμιος valued masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιωτέραις — τίμιος valued fem dat comp pl τιμιωτέρᾱͅς , τίμιος valued fem dat comp pl (attic) τίμιος valued fem dat comp pl τιμιωτέρᾱͅς , τίμιος valued fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιωτέρω — τίμιος valued masc/neut nom/voc/acc comp dual τίμιος valued masc/neut gen comp sg (doric aeolic) τίμιος valued masc/neut nom/voc/acc comp dual τίμιος valued masc/neut gen comp sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιωτέρων — τίμιος valued fem gen comp pl τίμιος valued masc/neut gen comp pl τίμιος valued fem gen comp pl τίμιος valued masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιώτατα — τίμιος valued adverbial superl τίμιος valued neut nom/voc/acc superl pl τίμιος valued adverbial superl τίμιος valued neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιώτατον — τίμιος valued masc acc superl sg τίμιος valued neut nom/voc/acc superl sg τίμιος valued masc acc superl sg τίμιος valued neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)